- πεντηκοντακάρηνος
- και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Ααυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι-κάρηνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντηκοντακέφαλος — ον, ΜΑ πεντηκοντακάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] … Dictionary of Greek